σολομός

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία κυρίως του μεγάλης εμπορικής αξίας είδους τελεόστεων ανάδρομων ποταμοτόκων και θαλασσότροφων ιχθύων Salmo salar, της οικογένειας σολομίδες ή σολομονίδες, που μεταναστεύουν αναπλέοντας τους ποταμούς για να αναπαραχθούν, καθώς και τών ειδών του συγγενικού γένους ογκόρρυγχος, της ίδιας οικογένειας, που απαντούν στον Ειρηνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salmo, λ. γαλατικής προέλευσης].