σολομίδες

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

και σολομονίδες, οι, Ν σολομός
ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων της υπόταξης σολομονοειδείς που ανήκει στην τάξη σολομονόμορφοι.