σπαθίφυλλο

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες της τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και της τροπικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + φύλλο (βλ. και λ. σπαθίνακας)].