σπαταλώ

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σπαταλῶ, -άω, ΝΜΑ σπατάλη
νεοελλ.
δαπανώ, ξοδεύω ασυλλόγιστα, χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ («σπατάλησε την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά»)
μσν.-αρχ.
ζω άσωτη, ακόλαστη ζωή («ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε», ΚΔ)
αρχ.
φρ. «τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων» — τα κακομαθημένα, τα παραχαϊδεμένα παιδιά.