σπασμωδικός

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς («σπασμωδικός βήχας»)
2. βιαστικός, γρήγορος, απροετοίμαστος ή επιπόλαιος (α. «σπασμωδικές κινήσεις» β. «σπασμωδική ενέργεια»)
επίρρ...
σπασμωδικώς και σπασμωδικά Ν
με τρόπο σπασμωδικό, βιαστικά, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπασμώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].