σπασμωδικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς («σπασμωδικός βήχας»)
2. βιαστικός, γρήγορος, απροετοίμαστος ή επιπόλαιος (α. «σπασμωδικές κινήσεις» β. «σπασμωδική ενέργεια»)
επίρρ...
σπασμωδικώς και σπασμωδικά Ν
με τρόπο σπασμωδικό, βιαστικά, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπασμώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].