σταλακτίτης

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σταλαχτίτης, ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής του νερού και κρέμεται από την οροφή ή τις πλευρές σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalactite (< σταλακτός + επίθημα -ίτης, πρβλ. σταλαγμίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].