αργής
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
ἀργής (-ῆτος), ο, η (Α)
1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός
2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ- του αργός (Ι) + επίθημα -ēt -, με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό απαντά σε ορισμένα επίθετα και ουσιαστικά που χρησιμοποιούνται στην ποίηση ή είναι λέξεις της τεχνικής ορολογίας. Οι τ. της δοτ. ἀργέτι (αντί -ῆτι) και της αιτ. ἀργέτα (αντί -ῆτα), που απαντούν στον Όμηρο, οφείλονται σε μετρικούς λόγους].