σπούδαξ
English (LSJ)
ἀλετρίβανος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλ-αξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].