σπορέας
Greek Monolingual
ο / σπορεύς, ΝΜΑ, και σποριάς Ν
νεοελλ.
1. (κυριολ. και μτφ.) αυτός που σπέρνει
2. (ως κύριο όν. στον τ. Σποριάς) ο μήνας Νοέμβριος
μσν.-αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που ρίχνει τον σπόρο στη γη
αρχ.
ο πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + επίθημα -εύς / -έας (και με συνίζηση -ιάς), πρβλ. ίππεύς / ιππέας].