στασιοποιός

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

όν,

   A causing sedition, J.Vit.27.

German (Pape)

[Seite 929] ὁ, Aufwiegler, neben νεωτεριστής Ios. de vit. 27.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιοποιός: -όν, ὁ διενεργῶν στάσιν, στασιαστικός, ἀνταρτικός, Ἰωσήπ. Βίος 27· -στασιοποιέω, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 5 καὶ στασιοποιία, ἡ, Ὀλυμπιόδ. ἐν τοῖς Α. Β. 1419.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που προκαλεί στάση, αναταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ποιός].