στεγνοφυής

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ές,

   A of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].