στεγνοφυής
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
στεγνοφυές, of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.
Russian (Dvoretsky)
στεγνοφυής: имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ ἄϋλος Anth. материальный или невещественный.
Greek (Liddell-Scott)
στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.
Greek Monolingual
-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].
Greek Monotonic
στεγνοφυής: -ές (φυή), αυτός που είναι από τη φύση του πυκνός, σφιχτός, σωματώδης, σε Ανθ.