σφιγκτός
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
σφιγκτή, σφιγκτόν,
A tight-bound:
1 of the person bound, AP5.229 (Paul. Sil.), 9.641 (Agath.).
2 of the thing that binds, σφιγκτὸς στεφάνων ἀμφὶ κόμαισι μίτος ib.5.174 (Mel.); σφιγκτὸς μόρος = death by strangling, Opp.H.3.590; σ. ἐπίδεσμοι Paul.Aeg.6.99 (Comp.). Adv. σφιγκτῶς Eust.1424.49: neut. pl. σφιγκτά as adverb, AP6.272 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 1051] adj. verb. von σφίγγω, zugeschnürt, festgebunden, Sp.; θάνατος, der Tod durch Erwürgung, Eust. ad D. Per. 369.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 étreint, étroitement serré ; adv. • σφιγκτά étroitement;
2 qui a lieu par strangulation.
Étymologie: σφίγγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφιγκτός -ή -όν [σφίγγω] nauw omsluitend; adv. acc. n. plur. σφιγκτά strak. AP 6.272.2.
Russian (Dvoretsky)
σφιγκτός: [adj. verb. к σφίγγω
1 связанный (ἀλυκτοπέδῃ Anth.);
2 плотно обвитый (ἀμφὶ κόμαισι μίτος Anth.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΜΑ
βλ. σφιχτός.
Greek Monotonic
σφιγκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σφίγγω, σφιχτοδεμένος, συσφιγμένος· το ουδ. πληθ. σφιγκτά, ως επίρρ., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σφιγκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σφιγκτῶς δεδεμένος, συνεσφιγμένος, 1) ἐπὶ τοῦ δεδεμένου προσώπου, Ἀνθ. Π. 5. 230, 9. 641. 2) ἐπὶ τοῦ πράγματος ἢ δεσμοῦ ὃστις περισφίγγει, σφιγκτὸς στεφάνων ἀμφὶ κόμαισι μίτος Ἀνθ. Π. 5. 175 σφ. μόρος, θάνατος διὰ στραγγαλισμοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 590, πρβλ. Εὐστ. Πονημ. 269. 56· σφ. ἐπίδεσμοι Παῦλ. Αἰγ. 6. 99. Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1424. 49 καὶ σφιγκτὰ ὡς ἐπίρρ. Ἀνθ. Π. 6. 272.
Middle Liddell
σφιγκτός, ή, όν verb. adj. of σφίγγω
tight-bound: neut. pl. σφιγκτά as adv., Anth.