το / στηλίδιον, ΝΑ στήλη
υποκορ. μικρή στήλη
νεοελλ.
ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες δοράτιο τοποθετημένο κατακόρυφα στο πιο ακραίο τμήμα της πρύμνης, το οποίο χρησιμεύει για την έπαρση της σημαίας του πλοίου, αλλ. στηλίδιο της σημαίας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ορόσημο, σύνορο.