στηλίδιον
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
τό, Dim. of στήλη, little monument, Thphr. Char.21.9; boundary-stone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 941] τό, dim. von στηλίς, Hesych.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.
Greek Monotonic
στηλίδιον: τό, υποκορ. του στήλη, σε Θεόφρ.
Greek (Liddell-Scott)
στηλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήλη, μικρὰ στήλη, μικρὸν μνημεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· λίθος ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.