στεφανοθήκη

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ξύλινη ή μεταλλική θήκη που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τών νυφικών στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανο + θήκη. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. στεφανοθῆκαι, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].