στηθοειδής

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ές,

   A rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.

German (Pape)

[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].