στρευγεδών

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A distress, suffering, Nic.Al.313.

German (Pape)

[Seite 953] όνος, ἡ, Bedrängniß, Qual, Nic. Al. 313.

Greek (Liddell-Scott)

στρευγεδών: -όνος, ἡ, θλῖψις, πάθημα, στενοχωρία, Νικ. Ἀλεξιφ. 313.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
θλίψη, στενοχώρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεύγω + -ε-δών (πρβλ. σηπ-εδών, τηκ-εδών)].