στριγγλόχορτο

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και στριγκλόχορτο και στριγγλοχόρταρο, το, Ν
άλλη κοινή ονομασία του φυτού ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα + χόρτο].