στροβητός

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ή, όν,

   A wheeled round or about, Luc.Trag. 12. Adv. -τῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 954] herumgedreht, gewaltsam bewegt, Luc. Tragodop. 199.

Greek (Liddell-Scott)

στροβητός: -ή, -όν, γυριστός, στρημμένος, Λουκ. Τραγ. 12. - Ἐπίρρ. στροβητῶς, «τεταραγμένως» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entraîné par un mouvement tournant.
Étymologie: στροβέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στροβῶ
στριμμένος, στριφτός.
επίρρ...
στροβητῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως «.