συγκατασβέννυμι

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A help to extinguish, τὸν ἄκρατον Plu.2.648b:— Pass., to be extinguished with, c. dat., ib.973d.

German (Pape)

[Seite 965] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσθαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19

French (Bailly abrégé)

éteindre avec.
Étymologie: σύν, κατασβέννυμι.

Greek Monolingual

ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].