συλλειτουργός

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

German (Pape)

[Seite 975] mit, zugleich, zusammen einen öffentlichen Dienst verwaltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συλλειτουργός: -όν, ὁ λειτουργῶν ὁμοῦ μὲ ἄλλον λειτουργόν, ὁ ὢν ἐπίσης λειτουργός, Πέτρ. Ἀλεξ. Καν. 14, Ἀλέξ. Ἀλ. 572Α, Εὐσέβ. ΙΙ. 1136, VI, 824, κλπ.· συνάδελφος ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ, Θεοδοτ. Παλ. Διαθ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
κληρικός που τελεί τη Θεία Λειτουργία μαζί με άλλους κληρικούς
μσν.-αρχ.
αυτός που εκτελεί μια δημόσια υπηρεσία μαζί με κάποιον άλλο
αρχ.
συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λειτουργός.