συμπεριγράφω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

[ᾰ],

   A circumscribe or cancel together with, τοῖς ἄλλοις ἑαυτήν S.E.P.1.14, cf. Plot.6.5.11.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich umschreiben, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριγράφω: περιγράφωἐξαλείφω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ.

Greek Monolingual

Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.