ἐξαλείφω

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλείφω Medium diacritics: ἐξαλείφω Low diacritics: εξαλείφω Capitals: ΕΞΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: exaleíphō Transliteration B: exaleiphō Transliteration C: eksaleifo Beta Code: e)calei/fw

English (LSJ)

pf. Pass. ἐξαλήλιμμαι (v. infr.): subj.aor.2 Pass. ἐξαλῐφῇ v.l. in Pl.Phdr.258b:—
A plaster over or wash over, τοῦ σώματος τὸ ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ Hdt.7.69; ᾗ ἔτυχε . . οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος where it was not whitewashed, Th.3.20; τοὺς βωμοὺς ἐξαλείψαντι IG11.161A103 (Delos, iii B. C.):—Med., anoint, μύρῳ βρενθείῳ ἐξαλείψαο Sapph.Supp.23.20.
II wipe out, obliterate, ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα E.Hel.262: metaph., wipe out of one's mind, πάντα τὰ πρόσθεν Pl.Tht.187b; τὸ γιγνώσκειν D.37.34; ὑπόνοιαν Men.Pk.310(prob.); cancel, ἐ. ψηφίσματα And.1.76; νόμους Lys.1.48; αἰτίας Arist.Ath.40.3; ἐξαλειφόντων (sc. τὸ ὀφείλημα) IG12.91.10; esp. at Athens, ἐξαλείφω τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου = strike his name off the roll, X.HG2.3.51, cf. Arist. Ath.36.2; so ἐ. τινά Ar.Eq.877, cf. D.39.39; opp. ἐγγράφω, Ar.Pax 1181, Lys.30.2, etc.; ὑμᾶς ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Th.3.57:—Med., ἐξαλείψασθαι τὰς ἀπογραφάς to get one's inventory cancelled, Pl.Lg. 850d: metaph., ἐ. πάθος φρενός blot it out from one's mind, E.Hec. 590.
2 metaph., wipe out, destroy, μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν A.Ch.503, cf. E.Hipp.1241:—Pass., ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Hdt.7.220; τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναι A.Th.15; οὐδ' ἄπαις δόμος . . ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν E.IT698.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλείφω)
• Morfología: [perf. med. inf. ἐξαληλίφθαι Plu.2.728b, part. ἐξαληλιμμένος Hsch.]
I 1en Atenas borrar, eliminar de listas o registros, borrar el nombre de op. ἐγγράφωinscribir’ τὸν Γρύττον ἐξαλείψας Ar.Eq.877, ἀργύριον λαμβάνων τοὺς μὲν ἐνέγραφε τοὺς δὲ ἐξήλειφεν Lys.30.2, τοὺς δ' ... ἐξαλείφοντες δὶς ἢ τρίς Ar.Pax 1181, τὸν Ἡρακλέα ἐξαλεῖψαι Diog.Ep.36.6, cf. D.39.39, ἐγὼ Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ τοῦ καταλόγου X.HG 2.3.51, ὑμᾶς ... ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Th.3.57, cf. Arist.Ath.36.2, en v. pas. ἐὰν δὲ ἐξαλειφθῇ (λόγος) Pl.Phdr.258b
gener. borrar, limpiar un texto, figura u otras marcas inscritos, grabados o pintados ἐὰν δέ τις τούτων ... τὰ ἐπιγεγραμμένα ἐξαλείψῃ TAM 3(1).1.9 (II a.C.), τὸ Λακεδαιμονίων μόνον ἐξαληλιφέναι μέρος Aristid.Or.11.66, cf. Gal.1.43, ἐξαλείψεις τὸ ὄνομα Αμαληκ LXX De.25.19, ταῦτα τὰ γράμματα IPh.190.5 (V d.C.), ἐξαλείψεις δὲ τὰ στίγματα καὶ τὰς οὐλάς Orib.Syn.3.36.2, ἐξαλείψας ... ὕδατι τὰ ἐπὶ τῶν πτερύγων καταγραφέντα borrando con agua los dibujos de las alas, PMag.12.382, εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χε[ῖρ] άν (sic) σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ PMag.7.229, en v. pas. ἐξαλειφέσθω δὲ τὸ ἐναντίον Pl.Lg.850a
en v. med. mismo sent. ὁ ἐξαλειψάμενος ... τὰς ἀπογραφάς Pl.Lg.850c
fig. borrar de la mente, suprimir, olvidar πάντα τὰ πρόσθεν ἐξαλείψας Pl.Tht.187b, οὐ γὰρ τὸ γιγνώσκειν ... ἐξαλεῖψαι δυνήσεται D.37.34, cf. Eup.192.18, καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν ... πάθος οὐκ ἂν δυναίμην ἐξαλείψασθαι φρενός y ahora yo no podría borrar de mi mente tu sufrimiento E.Hec.590, ὑπόνοιαν καταλιπεῖν ... ἣν ἐξαλείψετ' οὐκέτ'; Men.Pc.717, οὐ δεῖ ... τοὺς φαύλους ἐξαλεῖψαι τῆς ψυχῆς τύπους μόνον Gr.Naz.M.35.424A, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου LXX Ps.50.3, cf. IGChEg.663.11 (Nubia V d.C.), τι τῆς συμβάσης ... αἰσχύνης Lib.Ep.1467.4, en v. pas. εἴθ' ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα habla Helena, E.Hel.262, τὰ βιβλία ἐξαλήλιπται Luc.Pisc.36, δεῖ ... πᾶσαν ἐξαληλίφθαι μνησικακίαν Plu.l.c.
2 cont. legal anular, ref. deudas cancelar o condonar πάντα τὰ ψηφίσματα And.Myst.76, τοὺς κειμένους νόμους Lys.1.48, τὰς αἰτίας Arist.Ath.40.3, (τὰ ὀφɛ̄λόμενα) IG 13.52A.10 (V a.C.), en v. pas. εἰ ... ἐξαλήλιπται τὸ ὄφλημα D.25.70.
3 hacer desaparecer, destruir c. ac. μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε A.Ch.503, στῆτ', ὦ φάτναισι ταῖς ἐμαῖς τεθραμμέναι, μή μ' ἐξαλείψητ' ¡deteneos, yeguas criadas en mis cuadras, no me quitéis la vida! E.Hipp.1241, καὶ ἐξήλειψεν πᾶν τὸ ἀνάστημα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς con el diluvio, LXX Ge.7.23, ὁ ... τὴν θάλασσαν ἐπαγγελλόμενος ἐξαλείφειν Ath.Al.V.Anton.24.6, τὸν λαὸν τοῦτον Gr.Nyss.M.46.225C, cf. Hierocl.Facet.223, τὸ γένος αὐτοῦ IPh.190.6 (V d.C.), en v. pas. οὐδ' ἄπαις δόμος ... ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν E.IT 698, μὴ περιιδεῖν τὰμ ... πόλιν ... ἐξαλειφθεῖσαν SEG 38.1476D.102 (Janto III a.C.), fig., c. suj. abstr. τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναι que no sean destruidos sus honores A.Th.15, ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο y la prosperidad de Esparta no era aniquilada Hdt.7.220.
II 1enlucir, encalar τοὺς βωμούς IG 11(2).161A.103, cf. 199A.104 (ambas Delos III a.C.), τὴν οἰκίαν LXX Le.14.42, en v. pas. ᾗ ἔτυχε ... οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος Th.3.20, cf. LXX 1Pa.29.4, Le.14.44, Chrysipp.Log.14.15, Hsch.l.c.
2 en v. med. untarse, embadurnarse c. dat. instrum. τοῦ δὲ σώματος τὸ μὲν ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ se embadurnaban la mitad del cuerpo con yeso para la lucha, Hdt.7.69
abs. ungirse, untarse el cuerpo μύρῳ βρενθείῳ ... ἐξαλ<ε>ίψαο Sapph.94.20.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλείφω, aor. II. pass. ἐξαλιφῇ Plat. Phaedr. 258 b), 1) einsalben, bestreichen; γύψῳ, μίλτῳ ἐξηλείφοντο τὸ σῶμα, Her. 7, 69; ᾗ ἔτυχε οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος, wo die Mauer nicht beworfen, übertüncht war, Thuc. 3, 20. – Gew. 2) auswischen, etwas Geschriebenes, Gemaltes ausstreichen, Gegensatz ἐγγράφω, Plat. Rep. VI, 501 b; ὅταν ἐξαλειφθῇ τὸ εἴδωλον Theaet. 191 d; ψήφισμα Andoc. 1, 76; νόμους Lys. 1, 48; den Namen aus einem Register, aus Listen, ἐκ τοῦ καταλόγου Xen. Hell. 2, 3, 51; Lys. 16, 13; ohne Zusatz, Dem. Lept. 35; ἐξαλήλιπται καὶ οὐ πρόσεστι τῇ παραγραφῇ 37, 34; ἐξηλεῖφθαι Plut. Symp. 8, 7, 4; vertilgen, aufheben, τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναί ποτε Aesch. Spt. 15; οὐδ' ἄπαις δόμος ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν Eur. I. T. 698; λόγος, Gegensatz ἐμμένειν, Plat. Phaedr. 258 b; ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Her. 7, 220; πόλιν ἐκ τοῦ' Ἑλληνικοῦ Thuc. 3, 57; φήμην Sest. Emp. adv. math. 3; seltner von Menschen, Aesch. Ch. 496; Eur. Hipp. 1241. – Auch im med., ἐξαλείψασθαι φρενός, aus dem Innern, Eur. Hec. 590; τὰς ἀπογραφὰς ἐξαλειψάμενος Plat. Legg. VIII, 850 c, seine Schätzung ausstreichen lassend.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαλείψω, ao. ἐξήλειψα, etc.
Pass. impf. ἐξηλειφόμην, ao. ἐξηλείφθην, rar. ao.2 ἐξηλείφην, pf. ἐξαλήλιμμαι, rar. ἐξήλειμμαι;
1 enduire, abs. enduire de chaux, blanchir (un mur);
2 ôter en frottant ; effacer : τινα ἐκ καταλόγου XÉN qqn d'une liste ; νόμους LYS effacer, abolir des décrets, des lois ; p. ext. faire disparaître, anéantir : σπέρμα Πελοπιδῶν ESCHL la race des Pélopides ; ὑμᾶς ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ THC vous faire disparaître de la surface de la Grèce;
Moy. ἐξαλείφομαι (ao. ἐξηλειψάμην);
1 enduire : τὸ σῶμα γύψῳ HDT se blanchir le corps avec du plâtre;
2 effacer : φρενός EUR de l'esprit.
Étymologie: ἐξ, ἀλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλείφω: (fut. ἐξαλείψω; pass.: aor. 1 ἐξηλείφθην, aor. 2 ἐξηλείφην, pf. ἐξαλήλιμμαι - редко ἐξήλειμμαι или ἐξήλιμμαι)
1 med. намазывать, натирать себе (σῶμα γύψῳ Her.);
2 med. окрашивать себе (μίλτῳ τι Her.);
3 покрывать известью, штукатурить (τεῖχος ἐξαληλιμμένον Thuc.);
4 реже med. стирать, изглаживать, вычеркивать (τὰ πρόσθεν Plat.; τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου Xen.; τὸ ὄνομά τινος Plut.);
5 стирать с лица земли, уничтожать (πόλιν ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Thuc.; σπέρμα Πελοπιδῶν Aesch.; τινά Eur.; ἴχνος τινὸς τῆς ψυχῆς Plut.): ἐξαλείψασθαί τι φρενός Eur. изгладить что-л. из своей памяти;
6 перечеркивать, отменять (νόμους Lys.);
7 заглаживать (τὰς ἁμαρτίας NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαλείφω: μέλλ. -ψω: παθ. πρκμ. ἐξήλειμμαι, καὶ Ἀττ. ἐξαλήλιμμαι, ὑποτακτ. ἀορ. β΄ παθ. ἐξαλῐφῇ, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β (Βεκκῆρος ἐξ ἀρίστων ἀντιγράφων). Ἐπιχρίω, τὸ σῶμα ἐξηλείφοντο γύψῳ Ἡρόδ. 7. 69· ᾗ ἔτυχε... οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος, ὅπου δὲν ἦτο ἠλειμμένον διὰ τιτάνου καὶ διεκρίνοντο αἱ πλίνθοι, Θουκ. 3. 20. ΙΙ. ἐξαλείφω, ἀπαλείφω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σβύνω», ἐξαλειφθεῖσ’ ὡς ἄγαλμα, ἐξαλειφθεῖσα ὡς ζωγράφημα, Εὐρ. Ἑλ. 262· πάντα τὰ πρόσθεν ἐξαλείψας, ὡς ἐξαλείφει παῖς ἐκ τοῦ πίνακος πρᾶξιν ἀριθμητικὴν ἐσφαλμένην, Πλάτ. Θεαίτ. 187Β· καταργῶ, ἐξαλ. ψηφίσματα Ἀνδοκ. 10. 30· νόμους Λυσ. 96. 10· ἐξαλειφόντων (ἐνν. τὸ ὀφείλημα) Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 10· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἐξαλείφειν τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου, διαγράφειν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τοῦ καταλ., Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 51· οὕτω, ἐξ. τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 877, Δημ. 1006. 21· ἀντίθ. τῷ ἐγγράφω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1181, Λυσίας 183. 15, κλ., ἀντίθ. τῷ ἀναγράφω, Θουκ. 3. 57. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. delere, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω, ἐντελῶς καταστρέφω, μὴ ’ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν Αἰσχύλ. Χο. 503, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1241· ὑμᾶς δὲ καὶ ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ πανοικησίᾳ διὰ Θηβαίους ἐξαλεῖψαι, «σεῖς δὲ ἐξ ἐναντίας νὰ τὴν ἐξαλείψητε (τὴν πόλιν) ἀπὸ πάσης τῆς Ἑλλάδος ὁλόκληρον, χαριζόμενοι τῆς Θηβαίοις» (Δούκας), Θουκ. 3. 57· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαλείφω ἐκ τοῦ νοῦ μου, τὸ γιγνώσκειν Δημ. 976. 23· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐξαλείψασθαι πάθος φρενὸς Εὐρ. Ἑκ. 590· ἀλλ’ ἐξαλείψασθαι τὰς ἀπογραφάς, ἀπαλείφειν αὐτάς, ὁ δὲ ἀπιὼν ἐξαλειψάμενος ἴτω τὰς ἀπογραφάς, αἵτινες ἂν αὐτῷ παρὰ τοῖς ἄρχουσι γεγραμμέναι πρότερον ὦσιν, περὶ μετοίκων καταλειπόντων τὴν πόλιν, Πλάτ. Νόμ. 850C. ― Παθ., ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Ἡρόδ. 7. 220· τιμὰς μὴ ’ξαλειφθῆναι Αἰσχύλ. Θήβ. 15.

English (Strong)

from ἐκ and ἀλείφω; to smear out, i.e. obliterate (erase tears, figuratively, pardon sin): blot out, wipe away.

English (Thayer)

future ἐξαλείψω; 1st aorist participle ἐξαλείψας; 1st aorist passive infinitive ἐξαλειφθῆναι (WH ἐξαλιφθῆναι; see their Appendix, p. 154, and under the word Iota));
1. (εξ(denoting completeness (cf. ἐκ, VI:6)), to anoint or wash in every part, hence, to besmear: equivalent to cover with lime (to whitewash or plaster), τό τεῖχος, Thucydides 3,20; τούς τοίχους τοῦ ἱεροῦ (here to overlay with gold etc.), τήν οἰκίαν, טוּחַ).
2. (εξ(denoting removal (cf. ἐκ, VI:2)), to wipe off, wipe away: δάκρυον ἀπό (G L T Tr WH ἐκ) τῶν ὀφθαλμῶν, R G WH marginal reading, others ἐκ); to obliterate, erase, wipe out, blot out, (Aeschylus, Herodotus, others; the Sept. for מָחָה): τί, τό ὄνομα ἐκ τῆς βίβλου, Psalm 68(69):τάς ἁμαρτίας, the guilt of sins, τό ἀνόμημα, τάς ἀνομίας, τάς ἁμαρτίας ἀπαλείφειν, 3 Maccabees 2:19).

Greek Monolingual

(AM ἐξαλείφω) αλείφω
1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά»)
2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες, ἀπόλλυνται», Διόδ. Σικ.)
3. (για αμαρτία, αξιόποινη πράξη) συγχωρώ («ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ)
4. (για πρόσ.) καταστρέφω, εξαφανίζω («ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. συντελώ ώστε να μην υπολογίζεται κάτι («η κατάσταση άμυνας εξαλείφει το αξιόποινο»)
2. κάνω να ξεχαστεί («η παρουσία του εξάλειψε τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα»)
μσν.
1. νικώ
2. (για χρήματα) δαπανώ, σπαταλώ
3. (για τόπο) καταστρέφω, λεηλατώ
αρχ.
1. αλείφω εντελώς, επικαλύπτω («τοῦ δὲ σώματος τὸ μὲν ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ», Ηρόδ.)
2. ακυρώνω, καταργώ («πολὺ κάλλιον τοὺς κειμένους μὲν νόμους ἐξαλεῖψαι, ἑτέρους δέ θεῖναι», Λυσ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰλείφω: μέλ. -ψω — Παθ., παρακ. ἐξ-ήλιμμαι, Αττ. -αλήλιμμαι·
I. αλείφω, επιχρίω, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. εξαλείφω, απαλείφω, σβήνω, σε Ευρ.· ἐξ. τινά, διαγράφω το όνομά του από τον κατάλογο, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., όπως το Λατ. delere, εξαλείφω, εξαφανίζω, καταστρέφω εντελώς, σε Αισχύλ., Ευρ. — Μέσ., ἐξαλείψασθαι φρενός, το βγάζω από το μυαλό μου, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ψω Pass. perf. ἐξ-ήλιμμαι Attic -αλήλιμμαι
I. to plaster or wash over, Hdt., Thuc.
II. to wipe out, obliterate, Eur.:— ἐξ. τινά to strike his name off the roll, Ar., etc.
2. metaph., like Lat. delere, to wipe out, destroy utterly, Aesch., Eur.:—Mid., ἐξαλείψασθαι φρενός to blot it out of one's mind, Eur.

Chinese

原文音譯:™xale⋯fw 誒克士阿累賀
詞類次數:動詞(5)
原文字根:出去-擦 (טוּחַ‎ / טָחַח‎) (מָחָא‎ / מָחָה‎) (שָׁחַת‎)
字義溯源:塗上,塗抹,弄髒,弄污,擦去;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀλείφω)=敷油)組成;而 (ἀλείφω)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(λιπαρός)=肥甘)組成,其中 (λιπαρός)出自(λιπαρός)X*=滑膏)。( 徒3:19; 西2:14; 啓3:5)都用了‘塗抹’(1813)數量太多,不能盡錄;
2) 他要擦(1) 啓21:4;
3) 要擦(1) 啓7:17;
4) 並塗抹了(1) 西2:14;
5) 塗抹(1) 徒3:19

English (Woodhouse)

annihilate, destroy, erase, exterminate, obliterate, blot out, eradicate from the mind, erase from the mind, rub out, strike out, wipe out

⇢ Look up "ἐξαλείφω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

1 untar εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χεῖράν σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ a no ser que untes tu mano con aceite de nardos o rosas P VII 229 2 borrar ὅτε δὲ βούλει λῦσαι, ἐξαλείψας πηγαίῳ ὕδατι τὰ ἐπὶ τῶν πτερύγων καταγραφέντα ἀπόλυσον τὸ ὀρνύφιν cuando quieras liberarlo, borra con agua de una fuente lo dibujado sobre las alas y libera al pájaro P XII 382

Lexicon Thucydideum

delere, to destroy, 3.57.2,
PASS. illini, to smear, daub, 3.20.3.

Translations

wipe out

Bulgarian: ликвидирам; Catalan: aniquilar, anihilar, exterminar; Finnish: tuhota, pyyhkäistä pois; French: anéantir; Georgian: განადგურება; German: auslöschen, vernichten; Greek: εξαλείφω; Ancient Greek: ἀφανίζω, διαμαθύνω, ἐκσμάω, ἐξαλείφω; Italian: obliterare, spazzare via, eliminare, annientare, cancellare dalla terra; Japanese: 一掃する; Korean: 무찌르다; Kurdish Central Kurdish: لەناوبردن‎; Maori: tipihauraro, hoepapa, urupatu; Polish: zniszczyć, wymazać, tępić; Portuguese: aniquilar, exterminar; Russian: уничтожать, уничтожить, истреблять, истребить; Serbo-Croatian: sravniti sa zemljom; Spanish: aniquilar, exterminar; Swedish: utplåna, utrota

obliterate

Belarusian: знішчыць, знішчаць, вынішчыць, вынішчаць; Bulgarian: изличавам, унищожавам; Catalan: anihilar, aniquilar, esmicolar, destrossar, destruir; Danish: udslette, tilintetgøre; Dutch: uitwissen; Finnish: tuhota, hävittää; French: annihiler, effacer; German: auslöschen, verwischen; Hungarian: eltöröl, kiirt; Italian: obliterare, annullare, spazzare; Latin: oblittero, annihilo; Maori: urupatu; Norwegian Bokmål: utslette; Nynorsk: utslette, utsletta; Polish: wyniszczać, wyniszczyć; Portuguese: aniquilar, obliterar; Russian: уничтожить; Spanish: remover, borrar, destruir, obliterar, arrasar, aniquilar; Swedish: utplåna

destroy

Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎