συνδιασκέπτομαι
German (Pape)
[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].
[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.
ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].