συμβατός

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ή, όν,

   A liable to happen, οὐδ' ἡ τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή Ph.1.277; συμβατόν ἐστι,= συμβαίνει, Plb.9.2.4.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβατός, -ή, -όν, ΝΑ συμβαίνω
αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ' ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)
νεοελλ.
συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβατός, -ή, -όν, ΝΑ συμβαίνω
αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ' ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.)
νεοελλ.
συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος.