σύλλεξις

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A contribution, Antiph.210, cf. Poll.6.179.

German (Pape)

[Seite 975] ἡ, das Zusammenlesen, -bringen, Versammeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεξις: -εως, ἡ, συνεισφορά, ἔρανος, Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 179.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.