συναροτριώ

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].

Greek Monolingual

-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].