Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
-άω, Αοργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].