συναποκαλώ

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῡ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).

Greek Monolingual

-έω, Α
αποκαλώ επίσης («τὴν τοῡ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).