συνδέομαι
English (LSJ)
A join in entreating, c. dat., Plu.Caes.66; σ. τινὶ ἵνα . . Pl.Prm.136e; σ. τινὸς μὴ ποιεῖν τι beg of him also . ., Id.Ep.318c; τί τινος something of a person, D.36.57.
German (Pape)
[Seite 1006] (s. δέομαι), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν ταῦτα, Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.
Greek (Liddell-Scott)
συνδέομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. περί τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.
French (Bailly abrégé)
demander ou prier en même temps ou avec : σ. περί τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.
Étymologie: σύν, δέομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].