φανέρωμα

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν φανερώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φανερώνω, αποκάλυψη («το φανέρωμα της κατάχρησης»)
2. εμφάνιση, παρουσίαση
3. εκδήλωση («οι τόσο συχνές ληστείες τραπεζών αποτελούν νοσηρά φανερώματα της κοινωνίας μας»).