ταυροκαθάψια
English (LSJ)
τά,
A bull-fight, held on occasion of a festival in Thessaly, Sch. Pi.P.2.78; at Smyrna, CIG3212; at Sinope, ib.4157: also ταυρο-κάθαψις, εως, ἡ, IGRom.4.460 (Pergam.), unless ταύρο-ψιν is for -ψιον.
German (Pape)
[Seite 1073] τά, ein Fest, bei dem Stierhetzen gehalten wurden, bes. in Thessalien gebräuchlich, Böckh Schol. Pind. P. 2, 78. Vgl. ταυρελάτης, ταυροκαθάπτης.
Greek Monolingual
τα, ΝΑ ταυροκαθάπτης
(κατά την αρχαιότητα στη Θεσσαλία, στη Σμύρνη, στην Έφεσο, στη Σινώπη, στην Άγκυρα και στην Καρία) εορτή, πιθανώς θρησκευτικού χαρακτήρα, κατά την οποία γίνονταν αγωνίσματα με ταύρους.