ταυροκαθάπτης

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροκᾰθάπτης Medium diacritics: ταυροκαθάπτης Low diacritics: ταυροκαθάπτης Capitals: ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΠΤΗΣ
Transliteration A: taurokatháptēs Transliteration B: taurokathaptēs Transliteration C: tavrokathaptis Beta Code: taurokaqa/pths

English (LSJ)

ταυροκαθάπτου, ὁ, bull-leaper, CIG 2759b(add.) (Aphrodisias), OGI533.46 (Ancyra, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, Stierreizer, der Strohmann, durch den der Stier bei den Stierhetzen gereizt u. wild gemacht wurde.

The Bull-Leaping Fresco from the Great Palace at Knossos, Crete

Greek (Liddell-Scott)

ταυροκᾰθάπτης: -ου, ὁ, ἀνδρείκελον χρησιμεῦον ὅπως ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, ταυρομαχία ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, αὐτόθι 4157. - Πρβλ. ταυρελάτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια
2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)].