ὑπήνεμος

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος)

   A sheltered from the wind, S.Ant.411; ἀκτή Theoc.22.32; λιμήν Poll.1.100; [τόποι] Thphr.CP3.6.9; opp. προσήνεμος, ἐκ τοῦ ὑπηνέμου on the lee-side, X.Oec.18.7; ὑπηνέμους ποιεῖσθαι τὰς νεοττεύσεις to make the nests in sheltered places, Arist.HA559a3; ἐν ὑπηνέμοις (sc. τόποις) ib.568b26: metaph., gentle, αὔρα E.Cyc.44 (lyr.).    II swift as the wind, APl.4.54; epith. of Mars, Cat.Cod.Astr.2.81.    III = foreg. 11.2, ἐπιθυμίαι, δόξαι, D.Chr.20.24 codd., Alciphr.2.2.

German (Pape)

[Seite 1205] unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Ggstz προσήνεμος, Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, αὔρα Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ προσήνεμος, Σοφ. Ἀντ. 511· ἀκτὴ Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν Πολυδ. Α΄, 100· τόπος Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) αὐτόθι 14, 11· - μεταφ., ἤπιος, ἥσυχος, ἐλαφρός, αὔρα Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = ὑπηνέμιος ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à l’abri du vent : ἐκ τοῦ ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπήνεμος, -ον, ΝΜ
απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ' ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.)
νεοελλ.
φρ. «υπήνεμο κύμα»
(μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται κατά την κατακόρυφη διεύθυνση στην υπήνεμη πλευρά τών οροσειρών
αρχ.
1. ήπιος, ελαφρόςὑπήνεμος αὔρα», Ευρ.)
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ὑπηνέμιος, μάταιος («ὑπήνεμοι ἐπιθυμίαι», Αλκίφρ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὑπήνεμος·απάνεμος τόπος.
επίρρ...
υπηνέμως και υπήνεμα Ν
απάνεμα, με προστασία από τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. δı-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Το επίρρ. υπηνέμως μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].