χηλᾶς

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ῥάπτης, πλέκτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1352] ὁ, = χηλευτής, Hesych., s. Lob. Phryn. p. 435.

Greek (Liddell-Scott)

χηλᾶς: ὁ, = χηλευτής, «χηλᾶς· ῥάπτης, πλέκτης ἢ ☥τροφεὺς» Ἡσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. εἰς Φρύν. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πλέκτης διχτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή «βελόνη» + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πλακουντ-ᾶς, σαγματ-ᾶς)].