υγρηδών

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
η κατάσταση του υγρού, υγρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + επίθημα -ηδών. Ο τ., κατά μία άποψη, αντί ενός αμάρτυρου ὑγεδών < θ. υγ- του ὑγρός, κατά τα σηπ-εδών, τηκ-εδών].