τύμπανος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ὁ,

   A = τύμπανον 111, Hero Spir.2.36; = τύμπανον 1.1, dub. in AP6.220 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, = Vorigem, Diosc. 11 (VI, 220), zw.

Greek (Liddell-Scott)

τύμπᾰνος: ὁ, = τῷ προηγ., ἀμφίβ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 200· πρβλ. Ἰακώψ. σ. 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. τύμπανον, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].