τύμπανος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμπᾰνος Medium diacritics: τύμπανος Low diacritics: τύμπανος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΣ
Transliteration A: týmpanos Transliteration B: tympanos Transliteration C: tympanos Beta Code: tu/mpanos

English (LSJ)

ὁ, = τύμπανον III, Hero Spir.2.36; = τύμπανον 1.1, dub. in AP6.220 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1162] ὁ, = Vorigem, Diosc. 11 (VI, 220), zw.

Greek (Liddell-Scott)

τύμπᾰνος: ὁ, = τῷ προηγ., ἀμφίβ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 200· πρβλ. Ἰακώψ. σ. 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. τύμπανον, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.].