τρόλεϋ

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
τεχνολ. ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο που κινείται στους δημόσιους δρόμους και σε καθορισμένες διαδρομές, κυλιόμενο πάνω σε πνευστά ελαστικά επίσωτρα και τροφοδοτούμενο με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω εναέριας δισύρματης γραμμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trolley, πιθ. < troll «κυλώ» + υποκορ. κατάλ. -y].