η / φοράς, -άδος, ΝΜΑτο θηλυκό άλογο, η φορβάδανεοελλ.μτφ. (ειρωνικά) μεγαλόσωμη γυναίκααρχ.1. εύφορη, γόνιμη2. μερική πληρωμή, δόση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στιβ-άς)].