τριπτήριον

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

τό,

   A rubbing tool, Gloss. (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.