φαβιανός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. μέλος της Φαβιανής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1883 με στόχο την εγκαθίδρυση δημοκρατικού σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Μεγάλη Βρετανία και τάσσεται υπέρ της σταδιακής μετάβασης στον σοσιαλισμό, απορρίπτοντας την ταξική πάλη και την επανάσταση
2. μετριοπαθής σοσιαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fabian < λατ. fabianus, από το όν. του Ρωμαίου δικτάτορα και υπάτου Quintus Fabius Μaximus Cunctator].