ταμπακιέρα

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ταμπακέρα και ταμβακέρα, η, Ν
1. θήκη για ταμπάκο, καπνοσακούλα, ταμπακοθήκη
2. θήκη για τσιγάρα, τσιγαροθήκη
3. μτφ. η ουσία, το κύριο περιεχόμενο και οι πραγματικές διαστάσεις μιας υπόθεσης («και πάλι ο κ. συνάδελφος δεν είπε τίποτε για την ταμπακέρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabacchiera (βλ. και λ. ταμπάκος)].