σωματογνωσία

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) η εικόνα που έχει κάθε άτομο για το σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + γνώση (πρβλ. αρχαιο-γνωσία)].