σωματογνωσία

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) η εικόνα που έχει κάθε άτομο για το σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + γνώση (πρβλ. αρχαιογνωσία)].