τερματοφύλακας

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(κυρίως στο ποδόσφαιρο) παίκτης που έχει ως αποστολή τη φύλαξη του τέρματος ή εστίας ώστε να μην σημειώσει τέρμα η αντίπαλη ομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατος + φύλακας (πρβλ. οπισθο-φύλακας)].