συνεπιπάσχω
English (LSJ)
A feel emotion together, μετὰ πάθους τινός ib.1037b.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιπάσχω: ὁμοῦ πάσχω, ὁμοῦ αἰσθάνομαι συγκίνησιν, ὥσπερ ἐν δίκῃ μ. τὰ πάθους τινὸς συνεπιπάσχων Πλούτ. 2. 1037Α.
French (Bailly abrégé)
s’associer à la douleur ou aux sentiments de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιπάσχω.
Greek Monolingual
Α
αισθάνομαι επίσης συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπὶ + πάσχω.
Greek Monolingual
Α
αισθάνομαι επίσης συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπὶ + πάσχω.