υποτέμνω
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑποτάμνω Α τέμνω
1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.)
2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.)
3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς», Διον. Αλ.
β. «μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενός», Πλάτ.)
4. μτφ. κόβω, ματαιώνω, καταστέλλω (α. «ὑποτέμοι ἂν τὰς ἐλπίδας», Ξεν.
β. «ὑπετέμετο τὰς πάντων ὁρμάς», Πολ.).