συοβοσκός

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ὁ,

   A swineherd, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συοβοσκός: ὁ, χοιροβοσκός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -βοσκός (< βόσκω), πρβλ. μηλο-βοσκός, χοιρο-βοσκός.